4 Νομικά επιχειρήματα φορολογικών προσφυγών κατά του ΕΝΦΙΑ

Αρχική | Οι Δράσεις μας | 4 Νομικά επιχειρήματα φορολογικών προσφυγών κατά του ΕΝΦΙΑ

Επιχειρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από πολίτες, σε περίπτωση προσφυγής τους στα διοικητικά δικαστήρια κατά του ΕΝΦΙΑ, ύστερα από άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής.

Του Χρήστου Κλειώση, Προέδρου της Ένωσης Φορολογουμένων Ελλάδος, Δικηγόρου Αθηνών

image

 

Η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα  τα οποία αναγκαστικά θα απασχολήσουν τα δικαστήρια το επόμενο διάστημα. Αιτία είναι τα σοβαρά ατοπήματα που έχουν λάβει χώρα στον σχεδιασμό αυτού του φόρου αλλά και στην γενικότερη διαδικασία εκκαθάρισης του.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας διπλός φόρος στην ακίνητη περιουσία αφού ο μεν κύριος ΕΝΦΙΑ (όπως προηγουμένως το ΕΕΤΗΔΕ) επιβαρύνει το κάθε ακίνητο ξεχωριστά ενώ ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ (ο οποίος αντικατέστησε τον ΦΑΠ αλλά χρησιμοποιεί τον ίδιο τρόπο υπολογισμού)  επιβαρύνει την συνολική  ακίνητη περιουσία ενός φορολογουμένου όταν  αυτή υπερβαίνει (κατά τους υπολογισμούς της εφορίας) το ποσό των 300.000 ευρώ.

Το κυριότερο πρόβλημα στην αρχιτεκτονική του κύριου ΕΝΦΙΑ είναι ότι δεν έχει τα δυο συνηθισμένα χαρακτηριστικά που έχουν όλοι οι άλλοι φόροι:  φορολογητέα βάση και συντελεστή. Η παράδοξη αρχιτεκτονική αυτού του φόρου, (που αποτελεί πρόχειρη αντιγραφή του Τέλους Ακινήτης Περιουσίας) στηρίζεται σε δυο στοιχεία (κριτήρια) υπολογισμού:  τα τετραγωνικά μέτρα ενός ακινήτου και την φορολογική ζώνη. Η διοίκηση κάνοντας χρήση αυτών των δυο στοιχείων ορίζει ότι για κάθε τετραγωνικό μέτρο ο φορολογούμενος θα πρέπει να καταβάλλει ένα ποσό κατ’ αποκοπήν. Αυτός όμως ο τρόπος υπολογισμού φόρου έχει σοβαρά προβλήματα συνταγματικότητας τα οποία δυστυχώς η Oλομέλεια του ΣτΕ στην απόφαση 1972/2012 δεν άγγιξε παρά μόνο επιφανειακά.

Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με την «ανεξέλεγκτη» χρήση της τιμής ζώνης ως μέσο «προσδιορισμού» της φορολογικής υποχρέωσης. Η ερμηνεία που δόθηκε σε αυτή την απόφαση (1972/2012) αφήνει χωρίς απάντηση το απόλυτα εύλογο ερώτημα όλης της κοινωνίας : Πως θα προστατευθεί ένας πολίτης στην περίπτωση που η τιμή ζώνης σε μια περιοχή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Το ΣτΕ σε άλλες περιπτώσεις έχει αποφανθεί ο Υπουργός μπορεί είναι ελεύθερος να ορίσει όπως κρίνει σκόπιμο την τιμή ζώνης σε μια περιοχή επειδή ο πολίτης διατηρεί πάντα το δικαίωμα να αμφισβητήσει την αξία που προκύπτει με το σύστημα των αντικειμενικών αξιών. Όμως στην περίπτωση του κύριου ΕΝΦΙΑ, δεν χρησιμοποιείται κάποια αξία του ακινήτου που προκύπτει βάσει τιμής ζώνης και επομένως  δεν υπάρχει τεχνικά κανένας τρόπος να διορθωθούν οι αδικίες  που μπορούν να προκύψουν από την εφαρμογή  μιας τιμής ζώνης που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα

Το δεύτερο ζήτημα αφορά το γεγονός ότι επιβάλλεται φόρος όχι επί μιας περιουσίας αλλά με αφορμή ένα γεγονός.  Πρόκειται για μια ουσιώδη αλλοίωση στις σχέσεις φορολογούμενου και κράτους. Η επιβολή φόρου προϋποθέτει την ύπαρξη μιας φορολογητέας αξίας  σε μια περιουσία ή ένα εισόδημα. Με την νέα προσέγγιση του νομοθέτη (η οποία επαναλαμβάνουμε ότι είναι αντιγραφή της αρχιτεκτονικής του ΕΕΤΗΔΕ και του ΤΑΠ) η φορολόγηση γίνεται με αφορμή την ύπαρξη τετραγωνικών μέτρων σε μια συγκεκριμένη περιοχή που έχει μια προσδιορισμένη τιμή ζώνης.  Δεν υπάρχει κανένας απολύτως έλεγχος για την φοροδοτική ικανότητα τόσο της περιουσίας που φορολογείται όσο και του προσώπου (βλ σκέψη 11 της 1685/2013). Αυτή η νομική μετάλλαξη της έννοιας του φόρου πυροδοτεί και άλλες αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα του φορολογούμενου όπως την  παράβαση της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη (π.χ. όταν ακίνητα  διαφορετικά χαρακτηριστικά φορολογούνται  με τον ίδιο τρόπο μόνο και μόνο επειδή τυγχάνει να βρίσκονται στην ίδια ζώνη). Το να φορολογείται ένα ακίνητο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αξία του είναι εξίσου παράδοξη αυθαίρετη και ανορθολογική με την φορολόγηση εισοδημάτων ανάλογα με τον τόπο κατοικίας του φορολογούμενου! Να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ένα όριο το οποίο οι ευρωπαϊκές έννομες τάξεις το σέβονται τόσο με την νομολογία όσο και με ρητές νομοθετικές παρεμβάσεις τους. Σκόπιμο είναι να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν τα πορίσματα άλλων εννόμων τάξεων πριν επιχειρηθεί να ανακαλυφθεί ο τροχός και μάλιστα με τρόπο βεβιασμένο ενόψει «ταμειακού δημοσίου συμφέροντος».

Το επαχθέστερο όμως για την κοινωνία ζήτημα το δημιουργεί συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ ο οποίος είναι μια συνέχιση του ΦΑΠ (Ν. 3842/2010).  Η ιδέα της επιβολής φόρου στην συνολική ακίνητη περιουσία ούτε καινοφανής είναι ούτε κατ’ αρχήν προβληματική. Το ατόπημα αυτού του φόρου έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο υπολογισμού της αξίας των ακινήτων. Για τον τρόπο υπολογισμού της αξίας θα πρέπει να γίνουν δυο σημαντικές παρατηρήσεις: Πρώτον δεν γνωστοποιούνται στον φορολογούμενο με το εκκαθαριστικό σημείωμα όλα τα στοιχεία υπολογισμού της αξίας του ακινήτου για να ελεγχθεί η ύπαρξη λαθών και δεύτερον δεν έχει προβλεφθεί η δυνατότητα του κάθε φορολογούμενου να επιλέξει να φορολογηθεί επί της πραγματικής αξίας όπως συμβαίνει με τους φόρους μεταβίβασης ακινήτων κληρονομίας και γονικής παροχής. Για το μεν πρώτο θέμα γνωρίζουμε ότι έχει γίνει ήδη αναφορά στον συνήγορο του πολίτη και περιμένουμε με πολύ ενδιαφέρον τα πορίσματα που θα εξαχθούν ενώ για το δεύτερο ζήτημα συζητήθηκε την 5η Νοεμβρίου 2014 πρότυπη δίκη φορολογουμένου που ζητά είτε να κριθεί αντισυνταγματικός ο τρόπος υπολογισμού του ΦΑΠ (που είναι ο ίδιος με τον ΕΝΦΙΑ) είτε να αναγνωριστεί το δικαίωμα σε κάθε φορολογούμενο να επιλέξει να φορολογηθεί επί της πραγματικής αξίας όπως αυτή αποδειχθεί ενώπιον δικαστηρίου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι παραμένει ανοιχτός ο διάλογος για το δημευτικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχει ένας φόρος. Η ολομέλεια του ΣτΕ στην απόφαση 1972/2012  έκρινε ότι δεν υπάρχει δημευτικό αποτέλεσμα στην περίπτωση του ΕΕΤΗΔΕ (το οποίο είναι και πολύ μικρότερο σε σχέση με τον ΦΑΠ και τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ), στηριζόμενο στην περιορισμένη διάρκεια του μέτρου, με την εξής διατύπωση: «Ούτε, εν όψει ιδία του εκτάκτου χαρακτήρος του, μπορεί να θεωρηθεί ότι σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογίες που συνδέονται με την κατοχή ακίνητης περιουσίας καθιστά δημευτικό το εθνικό σύστημα φορολογίας των ακινήτων». Σημειωτέον ότι η απόφαση ελάμβανε υπ’ όψην μόνο το ΕΕΤΗΔΕ, όχι τον ΦΑΠ. Δεδομένων των ανωτέρω θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα για όλη την κοινωνία η απάντηση που θα δοθεί  από το ΣτΕ σχετικά με το δημευτικό χαρακτήρα του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, ενός φόρου ο οποίος και μόνιμος είναι και σε αρκετές περιπτώσεις υπολογίζεται επί «φουσκωμένης» αξίας ακινήτου, προφανώς για ταμειακούς και μόνο λόγους.

 

Έχοντας στο μυαλό τα ανωτέρω και θέλοντας να συνεισφέρω στην καταπολέμηση του φαινομένου της άδικης φορολόγησης θέτω στη διάθεση των φορολογούμενων πολιτών και των συνηγόρων τους τέσσερα σχέδια λόγων προσφυγής όπου παρατίθενται τα βασικότερα νομικά ελαττώματα του ΕΝΦΙΑ. Ειδικά στον τέταρτο λόγο έχω χρησιμοποιήσει απόσπασμα από την επιχειρηματολογία των προσφυγών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κατά του ΕΝΦΙΑ και του ΕΕΤΗΔΕ σχετικά με το δημευτικό αποτέλεσμα. Το ίδιο κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην ενδικοφανή προσφυγή και στην προσφυγή ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.

 

Πρώτος λόγος προσφυγής για τον κύριο ΈΝΦΙΑ: Χρήση απρόσφορων κριτηρίων φοροδοτικής ικανότητας

Επειδή, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία θεσπίζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου, δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Παρέχεται δε ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα. (ΣτΕ 4354/1985, 1135/1991, επταμ., 3423/1991, 444/1995, επταμ., 2974/2001, επταμ. 3485/2007 κ.ά.).

 

Επειδή στο άρθρο 4 του νόμου 4223/2013 ορίζονται 12 φορολογικές ζώνες για την ταξινόμηση των κτισμάτων και 25 φορολογικές ζώνες για την ταξινόμηση των οικοπέδων και επιβάλλεται πάγιο ποσό φόρου που αντιστοιχεί σε κάθε φορολογική ζώνη

 

Επειδή οι 12 φορολογικές ζώνες για την ταξινόμηση των κτισμάτων προσδιορίζονται ανάλογα με το ποσό της τιμής ζώνης που ισχύει στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο ενώ οι 25 φορολογικές ζώνες για την ταξινόμηση των κτισμάτων προσδιορίζονται ανάλογα με το ποσό της «μοναδιαίας αξίας» που ισχύει στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο

 

Επειδή η χρήση του κριτηρίου της αξίας της τιμής ζώνης ή της μοναδιαίας αξίας οικοπέδου είναι απολύτως απρόσφορη για να διαγνωσθεί η πραγματική φοροδοτική ικανότητα ιδιοκτήτη ακινήτου δεδομένου ότι η τιμή ζώνης και τα στοιχεία που διαμορφώνουν την «μοναδιαία αξία οικοπέδου» (δηλαδή ο συντελεστής οικοπέδου, η συνολική τιμή εκκίνησης του οικοπέδου και ο συντελεστής πρόσοψης) είναι στοιχεία του «διοικητικού προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου» που αποσκοπούν στο να διαμορφωθεί μια πρόταση από την φορολογική αρχή προς τον φορολογούμενο σχετικά με την αξία του ακινήτου. Ο ίδιος ο νομοθέτης έχει διευκρινίσει ότι ο φορολογικός προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου συνιστά μη δεσμευτική πρόταση αναφορικά με την αξία του ακινήτου και όχι αποτύπωση μιας υφιστάμενης πραγματικής οικονομικής κατάστασης. Κατά την ορθή ερμηνεία του νόμου η οποία προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του άρθρου 14 του νόμου 1473/1984, η αξία ενός ακινήτου την οποία προσδιορίζει το κράτος ως φορολογητέα αξία δεν είναι παρά μια προτεινόμενη αξία για περαίωση της φορολογικής διαφοράς κράτους – φορολογούμενου αναφορικά με την αξία ενός ακινήτου. Ειδικότερα στην σχετική εισηγητική έκθεση αναφέρεται ότι οι προκαθορισμένες τιμές που προκύπτουν από την εφαρμογή του συστήματος του άρθρου 41 του νόμου 1249/1982 «δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν την αγοραία αξία των ακινήτων, αλλά αποτελούν πρόταση της φορολογικής αρχής προς τον φορολογούμενο για αποδοχή και συμβιβαστική περαίωση της φορολογικής του υπόθεσης».

 

«Συνεπώς εφόσον ο φορολογούμενος θεωρεί ότι οι προτεινόμενες τιμές είναι υπερβολικές, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα έννομης προστασίας του από τα δικαστήρια και να προσφύγει σ’ αυτά, ζητώντας τη μείωση των τιμών αυτών. Στη περίπτωση αυτή δεν ισχύουν ως οριστικές οι προκαθορισμένες τιμές και ο οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει εκτίμηση του ακινήτου και να ζητήσει από το Διοικητικό Δικαστήριο τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του.» Από την διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η αξία του ακινήτου μπορεί μεν να προσδιοριστεί διοικητικώς από την φορολογική αρχή για λόγους διοικητικής διευκόλυνσης αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να αναιρείται το δικαίωμα του φορολογούμενου να απορρίψει την «πρόταση» της φορολογικής αρχής (= διοικητικός προσδιορισμός αξίας ακινήτου) αναφορικά με την αξία του ακινήτου και να ζητήσει να φορολογηθεί επί της πραγματικής αξίας. Σε αυτή την περίπτωση, όπου ο φορολογούμενος δηλώσει την βούλησή του να απέχει από το σύστημα υπολογισμού της αξίας που περιγράφεται στο άρθρο 41 του Ν. 1249/1982, παύουν να έχουν δεσμευτικότητα οι σχετικές προτάσεις της διοικητικής αρχής αναφορικά με την αξία του ακινήτου.

 

ΕΠΟΜΕΝΩΣ τα κριτήρια αφενός της «τιμής ζώνης» και αφενός της «μοναδιαίας αξίας οικοπέδου», δεν είναι γενικά και αντικειμενικά όπως επιβάλλει το Σύνταγμα (βλ Ολ ΣτΕ 1685/2013 σκέψη 11) γιατί:

α) Δεν ισχύουν στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας αλλά μόνο στις περιοχές που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων

β) Δεν είναι εφαρμόσιμα σε όλες τις περιπτώσεις των ακινήτων αλλά μόνο σε αυτά που δεν θα γίνει χρήση του δικαιώματος της αμφισβήτησης όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 14 του Ν. 1249/1982

γ) Δεν ανταποκρίνονται σε μια γενική και αντικειμενική πραγματικότητα που εφαρμόζεται στο σύνολο των ακινήτων όπως θα συνέβαινε με την χρήση του κριτηρίου της «αγοραίας αξίας» αλλά θεσπίστηκαν για να διευκολύνουν την εκκαθάριση του φόρου χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η οικονομική πραγματικότητα μιας περιοχής. Άλλωστε εντός μιας φορολογικής ζώνης είναι απόλυτα λογικό να υπάρχουν διακυμάνσεις που όμως δεν λαμβάνονται υπόψη με αποτέλεσμα άλλες περιοχές να ωφελούνται και άλλες να επιβαρύνονται από την «τιμή ζώνης» ή την «μοναδιαία αξία» που προσδιορίζει το υπουργείο οικονομικών. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αντικειμενικά κριτήρια» αυτά που οδηγούν είτε στην αδικαιολόγητη διαφοροποίηση όμοιων περιπτώσεων είτε στην όμοια μεταχείριση διαφορετικών περιπτώσεων. Τα αντικειμενικά κριτήρια θα πρέπει να αφορούν πραγματικές καταστάσεις και όχι «πρόταση» της διοίκησης, της οποίας το περιεχόμενο διαμορφώνεται με τυχαίο και όχι αντικειμενικό τρόπο.

 

Επειδή η χρήση κριτηρίων που δεν είναι γενικά και αντικειμενικά για να προσδιοριστεί η φοροδοτική ικανότητα επιφέρει αντισυνταγματικότητα του συνόλου του φορολογικού νομοθετήματος.

Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη

 

Δεύτερος λόγος προσφυγής για τον κύριο ΈΝΦΙΑ: Παράλειψη πρόβλεψης αφορολόγητου ορίου.

 

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του συντάγματος «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας»

Επειδή η διάταξη αυτή ακολουθεί την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συντάγματος: «Die Würde des Menschen ist unantastbar. Sie zu achten und zu schützen ist Verpflichtung aller staatlichen Gewalt.» η οποία θεσπίστηκε ύστερα από την πικρή πείρα της κατάπατήσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.

Επειδή υπό καθεστώς φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι ανεκτές καταστάσεις καταπατήσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας για κανένα σκοπό, ειδικώς για σκοπούς που ανάγονται στο ταμειακό συμφέρον του δημοσίου.

Επειδή όπως επισημαίνεται με πάγια νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (βλ. BVerfGE 82, 60· 87, 153 [169-171]· 99, 216· 120, 125 [155] και 99, 246 [261]) η οποία έχει ως εξής: Ο συνταγματικώς κατοχυρωμένος σεβασμός της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 1 παρ. 1 GG), σε συνδυασμό με την επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 20 παρ. 1 GG), αλλά και με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και των δικαιωμάτων του παιδιού (άρθρο 6 GG), δεσμεύουν τον κοινό νομοθέτη, ως προς τον σεβασμό του ελάχιστου ορίου διαβίωσης (existenzminimum) (βλ. και Tipke/Lang, Steuerrecht, 20η εκδ., 2010, σελ.260-262, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία). Εν προκειμένω, εφόσον ο νομοθέτης, στο πλαίσιο του δικαίου της κοινωνικής πρόνοιας, καθόρισε ελάχιστο όριο διαβίωσης, το οποίο το κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει, δια της καταβολής παροχών κοινωνικής πρόνοιας, στους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια μέσα, είναι αυτονόητο ότι το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, το οποίο απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος. Συνεπώς, το αναγνωρισμένο στο δίκαιο της κοινωνικής πρόνοιας ελάχιστο όριο διαβίωσης συνιστά το ελάχιστο ποσό εισοδήματος που πρέπει να είναι αφορολόγητο (BVerfGE 87, 153 [169-171]. Εφόσον, επομένως, το κράτος υποχρεούται να διασφαλίσει για τους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια μέσα τις ελάχιστες προϋποθέσεις για διαβίωση η οποία προσιδιάζει στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, θα ήταν παράλογο να τους αφαιρεί μέσω της φορολογίας αυτό που πρέπει να τους επιστρέφει υπό μορφή παροχών κοινωνικής πρόνοιας [BVerfGE 120, 125 (155) και 99, 246 (261)]. Περαιτέρω, κατά τη διαμόρφωση του ύψους του ελάχιστου ορίου διαβίωσης ο νομοθέτης πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι, λόγω των έμμεσων φόρων, οι ανάγκες διαβίωσης του φορολογουμένου αυξάνονται. Μάλιστα, με νεότερες αποφάσεις του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (BVerfGE 120, 125) διευρύνθηκε η έννοια του ελάχιστου ορίου διαβίωσης στο μέτρο που έγινε δεκτό ότι, για τον υπολογισμό του, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κάλυψη της ανάγκης του φορολογουμένου για μόνιμη περίθαλψη ή ειδική μέριμνα λόγω ασθένειας, ιδίως δια της καταβολής των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών. Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανική κυβέρνηση υποβάλλει κάθε δύο έτη στο Κοινοβούλιο έκθεση (Existenzminimumbericht) στην οποία προσδιορίζεται το ύψος του ελαχίστου ορίου διαβίωσης το οποίο πρέπει να είναι αφορολόγητο. Συναφώς προς τα ανωτέρω σημειώνεται ότι, κατά τα πλέον πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (Ιανουάριος 2013, με έτος αναφοράς το έτος 2011) για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.951 ευρώ ετησίως ανά άτομο, ενώ για τη χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 20 του ν. 2434/1996) τα κριτήρια ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος για το έτος 2012 έχουν προσδιορισθεί σε 9.884,11 ευρώ και 15.380,90 ευρώ, αντιστοίχως (ΚΥΑ 135688/0092/4-10-2011).

Επειδή κατά την εκκαθάριση του κύριου ΕΝΦΙΑ δεν προβλέπεται κάποιο αφορολόγητο όριο.

Επειδή το ποσό του κύριου ΕΝΦΙΑ καταβάλλεται από τον φορολογούμενο απομειώνοντας το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα

Επειδή το ποσό του διαθέσιμου εισοδήματός μου, μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και λοιπών εισπραττόμενων φόρων θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπερβαίνει το κατώφλι κινδύνου φτώχειας το οποίο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ανέρχεται στο ποσό των 5.951 ευρώ, διαφορετικά το κράτος, στερώντας του απαραίτητα για την επιβίωσή μου, παραβαίνει την πρωταρχική του υποχρέωση να προστατεύει την αξία μου ως ανθρώπου

Επειδή για το τρέχον οικονομικό έτος το φορολογητέο μου εισόδημα ανέρχεται σε ________ ευρώ και ο φόρος εισοδήματος που εχω ήδη καταβάλλει ανέρχεται σε _______ και επομένως το διαθέσιμο εισοδημά μου ανέρχεται σε ____________ ευρώ.

Επειδή το ποσό διαθέσιμου εισοδήματος δεν μπορεί να απομειωθεί περεταίρω καταβάλλοντας ΕΝΦΙΑ χωρίς να προσβληθεί η αξία μου ως ανθρώπου

 

Για τους λόγους αυτούς ζητώ να γίνει νέα εκκαθάριση του κύριου ΕΝΦΙΑ και να οριστεί ότι δεν διαθέτω φοροδοτική ικανότητα προκειμένου να καταβάλλω κύριο ΕΝΦΙΑ δεδομένου ότι το διαθέσιμο εισόδημά μου μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των λοιπών συνεισπραττόμενων φόρων δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.951 ευρώ.

 

γ ) Τρίτος λόγος προσφυγής για τον συμπληρωματικό ΈΝΦΙΑ : Αμφισβήτηση διοικητικώς προσδιορισθείσας αξίας ακινήτου (ΣτΕ 86/2015)

***

Επειδή , ο υπολογισμός της φορολογικής βάσης επί της οποίας εφαρμόζεται ο νομοθετικά καθορισμένος συντελεστής φόρου μπορεί να γίνεται με την χρήση κριτηρίων ή άλλων μεθόδων που ορίζει ο νομοθέτης. Επανειλημμένα έχει κρίνει η νομολογία ότι δεν είναι αντισυνταγματικό να προσδιορίζει ο νομοθέτης τον τρόπο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας. Ειδικά για το φόρο μεταβίβασης ακινήτων και το φόρο γονικής παροχής και δωρεάς η φορολογητέα αξία των ακινήτων προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 41 επ. του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α 43 1982). Συγκεκριμένα στις περιοχές που εμπίπτουν στο σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων που προσδιορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 41 επ. του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α 43 1982), ως αγοραία αξία λαμβάνεται το υπολογιζόμενο κατά τις διατάξεις αυτές τίμημα ή αντικείμενο δωρεάς ή γονικής παροχής, εκτός αν ο φορολογούμενος αποστεί με δική του πρωτοβουλία από την εφαρμογή του εν λόγω συστήματος και ζητήσει τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας με βάση προγενέστερες διατάξεις των σχετικών νόμων (α.ν. 1521/1950, ν.δ. 118/1973), με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 230/2002 7μ.). Και στην περίπτωση αυτή ο φορολογούμενος έχει την ανωτέρω δυνατότητα, ήτοι να αποδείξει ότι κατέβαλε μικρότερο τίμημα (ΣτΕ, 4308/2005, 3432/2007, 2967/2008).

Επομένως οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, αφ’ης στιγμής με αυτές δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του αντικειμενικού αυτού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας (άρθρο 41 παρ. 6 του ν. 1249/1982), όπως άλλωστε έχει αποδεχθεί η 1218/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην 6η σκέψη αυτής.

Επειδή στις υπό κρίση φορολογικές διατάξεις, ο υπολογισμός του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ φυσικών προσώπων (άρθρο 5 παρ. 4 Ν. 4223/2013) γίνεται επί της αξίας του ακινήτου όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 32 του Ν. 3842/2010 και δεν προβλέπεται ρητώς η δυνατότητα του φορολογούμενου να αποστεί από αυτό το σύστημα υπολογισμού αξίας των ακινήτων, όπως συμβαίνει στις λοιπές φορολογίες ακινήτων λόγω της πρόβλεψης της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Εντούτοις η ερμηνεία του άρθρου 32 του Ν. 3842/2010, στο οποίο παραπέμπει ο Ν. 4223/2013, τόσο υπό το φώς του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που απαγορεύει την θέσπιση αμάχητων τεκμηρίων και στον χώρο της φορολογίας όσο και υπό το φώς της πρόσφατης νομολογία του άρθρου 2018/2012 του ΣτΕ άγει στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να διασωθεί η συνταγματικότητα της διάταξης, θα πρέπει να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αναγνωρίζεται στον φορολογούμενο η δυνατότητα να αποστεί από το συγκεκριμένο σύστημα υπολογισμού της αξίας του ακινήτου του και να ζητήσει να εκκαθαριστεί ο οφειλόμενος φόρος επί της πραγματικής - αγοραίας αξίας του ακινήτου.

Επειδή στην συγκεκριμένη περίπτωση ουδέποτε μου δόθηκε η δυνατότητα να αιτηθώ την φορολόγησή μου επί της πραγματικής – αγοραίας αξίας των ακινήτων που αναφέρω στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης, παρά μόνο μέσω της άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής που απορρίφθηκε σιωπηρά.

Επειδή τα ακίνητα τα οποία περιγράφονται στην προσβαλλόμενη πράξη φέρουν αξία η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και την οποία δεν αποδέχομαι. Συγκεκριμένα με την ενδικοφανή προσφυγή που απορριφθηκε ζήτησα να προβεί η διοίκηση σε νέα εκκαθάριση της προσβαλλόμενης «Δήλωσης ΕΝΦΙΑ - Πράξης διοικητικού Προσδιορισμού» έτους 2014 με αριθμό _________, λόγω μη ανταποκρινόμενου στην πραγματικότητα υπολογισμού της αξίας των ακινήτου/ων με Α.Τ.ΑΚ. _______ & _______.

Επειδή η συνοπτική περιγραφή των ακινήτων στον τίτλο κτήσης είναι η ακόλουθη:

____________________________________________________________________

Επειδή προκειμένου να κάνω χρήση του δικαιώματός μου να γίνει εκκαθάριση του φόρου επί της πραγματικής αξίας ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΩ και ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΑΙ την έκθεση εκτίμησης του ορκωτού εκτιμητή _______________, ο οποίος προσδιόρισε την αξία του ακινήτου με Α.Τ.ΑΚ. ___________ σε αξία ___________ ευρώ και του ακινήτου με ΑΤΑΚ ______________ σε αξία ________ ευρώ. Επί αυτής της αξίας επιθυμώ να φορολογηθώ.

Επειδή μπορώ να αποδείξω την πραγματική αξία του ακινήτου και με κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος εφόσον μου ζητηθεί από την υπηρεσία σας, αλλιώς επιφυλάσσομαι να αποδείξω την αξία του ακινήτου ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου

Επειδή, η παρούσα προσφυγή μου είναι παραδεκτή νόμιμη, βάσιμη και αληθής.

Επειδή έχει καταβληθεί το σχετικό παράβολο εκ μέρους μου.

Επειδή επιθυμώ να αποστώ από το σύστημα υπολογισμού αξίας ακίνητης περιουσίας του άρθρου 32 του Ν. 3842/2010

Επειδή η μηχανογραφικώς υποβληθείσα δήλωση ________ δεν εκφράζει την βούλησή μου.

Επειδή η πραγματική βούληση μου συνίσταται στην συνταγματικά προστατευόμενη επιλογή μου να δηλώσω ως φορολογητέα αξία την πραγματική-αγοραία αξία.

Για τους ανωτέρω λόγους ή προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να εξαφανιστεί.

 

δ) Τέταρτος λόγος προσφυγής για τον συμπληρωματικό ΈΝΦΙΑ : Αντισυνταγματικό δημευτικό αποτέλεσμα

Επειδή ο φορολογικός νομοθέτης έχει προφανώς εξουσία να επιβαρύνει την περιουσία του φορολογούμενου με φόρους αλλά η εξουσία αυτή υπόκειται στον περιορισμό που προκύπτει από τον περιορισμό του άρθρου 17 του Συντάγματο

Στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α’ του Συντάγματος προβλέπεται ότι «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης».

Σύμφωνα με την νομολογία, η επιβολή φόρων δεν επιτρέπεται να οδηγεί ούτε δήμευση της περιουσίας του φορολογούμενου ούτε σε ουσιώδη περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ούτε κατάλυση της οικονομικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται συνταγματικά. Σε κάθε περίπτωση, η φορολογική νομοθεσία δεν μπορεί να προχωρήσει μέχρι του να αναιρεί την ουσία της ιδιοκτησίας, η οποία είναι μέσα σε λογικά όρια και στο πλαίσιο της κοινωνικής της λειτουργίας, η απόλαυση, χρήση και ανάλωση των καρπών της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. ΣτΕ 1395- 96/1956, 2307/1963, 1131/1965 και I. Σαρμά, Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του ΣτΕ, Β' Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 1994, σελ. 478), η επιβολή φόρων δεν επιτρέπεται να οδηγεί ούτε σε δήμευση της περιουσίας του φορολογουμένου, δηλαδή σε ουσιώδη περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ούτε σε κατάλυση της οικονομικής ελευθερίας, που κατοχυρώνονται συνταγματικά. Σε κάθε περίπτωση, η φορολογική νομοθεσία δεν μπορεί να προχωρήσει μέχρι του να αναιρεί την ουσία της ιδιοκτησίας, η οποία είναι, μέσα σε λογικά όρια και στο πλαίσιο της κοινωνικής λειτουργίας της, η απόλαυση, χρήση και ανάλωση των καρπών της ιδιοκτησίας (βλ. Ι.Δ. Αναστόπουλο - Θ.Π. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, Γ Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 2008,§129, σελ. 131). Διαφορετικά, ο φόρος αποκτά μη επιτρεπτό δημευτικό χαρακτήρα (βλ. Ι.Δ. Αναστόπουλο -Θ.Π. Φορτσάκη, ό.π., Γ. Κασιμάτη, Τα συνταγματικά όρια τηςιδιοκτησίας, 1972, σελ. 30 επ., Μ.Γ. Κυπραίο, Στοιχεία Φορολογικού Δικαίου, Αθήνα,1980, σελ. 680-682, ΚΔ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, Γ Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, σελ. 152). Η τυχόν φορολόγηση της περιουσίας με υπερβολικά υψηλούς συντελεστές, εφ' όσον αυτή καταλήγει με μαθηματική βεβαιότητα, μέσα σε λίγα χρόνια, στην απομύζηση από το Κράτος ολόκληρης της οικονομικής αξίας της, εξομοιώνεται προς τη στέρηση της ιδιοκτησίας και αντίκειται στις επιταγές του άρθρου 17 του Συντάγματος (βλ. Κ.Χ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Β' Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 2002, σελ. 345).

Επειδή για να ελεγχθεί αν συντρέχει περίπτωση δημευτικού αποτελέσματος ενός φόρου θα πρέπει να ελεγχθεί η φορολογική επιβάρυνση σε σχέση με την πραγματική αγοραία αξία της περιουσίας

Επειδή στην συγκεκριμένη περίπτωση το ποσό του φόρου που μου έχει καταλογιστεί για το ακίνητο με στοιχεία ΑΤΑΚ ______________ είναι ______________

Επειδή το ακίνητο με στοιχεία ΑΤΑΚ ______________ έχει αγοραία αξία ____________

Επειδή το πραγματικό ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης του ακίνητού μου είναι ___ % ανά έτος και επομένως με βεβαιότητα αναμένεται ότι εντός ____ ετών θα οφείλω το σύνολο της πραγματικής αξίας του ακινήτου στο Ελληνικό Δημόσιο, πράγμα που χωρίς να συνιστά δήμευση επιφέρει οικονομικό αποτέλεσμα ισοδύναμο με δήμευση.

Επειδή και αλλοδαπές έννομες τάξεις έχουν κρίνει ότι το δημευτικό αποτέλεσμα ενός φόρου προσβάλλει βάναυσα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (βλ το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, με μια απόφαση που εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 1995 (BVerfGE, 93, 121),)

Για τους ανωτέρω λόγους ή προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να εξαφανιστεί.

 

*Για τον τρόπο ασκησης ενδικοφανούς προσφυγής θα δοθούν οδηγίες με άλλο άρθρο.



Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0 σχολιάστηκε):

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο

Είσοδος Μελών
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text
Newsletter
Δώστε μας το e-mail σας για να λαμβάνετε όλα τα νέα του Συλλόγου μας