Από τη μάχη του Κάλοντεν Μουρ στις νέες εργασιακές σχέσεις

Αρχική | Απόψεις | Από τη μάχη του Κάλοντεν Μουρ στις νέες εργασιακές σχέσεις

Του Κωνσταντίνου Καραλή

Μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Ιακωβιτών το 1745-6, που τελείωσε με την ήττα τους από τους Άγγλους στη μάχη του Κάλοντεν Μουρ, οι νικητές φέρθηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα στους ηττημένους Σκωτσέζους, που ήταν κυρίως φτωχοί κάτοικοι των ορεινών περιοχών και κρέμασαν όλους τους αιχμαλώτους. Ένας ιερέας που παρακολούθησε την εκτέλεση, έγραψε μετά ότι «Αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι (οι αιχμάλωτοι χωρικοί) δεν πίστευαν ότι θα τους εκτελέσουν, γιατί δεν θεωρούσαν πως είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα. Έτσι, ακόμη και τη στιγμή που οι Άγγλοι στρατιώτες τους περνούσαν τις θηλιές στο λαιμό, αυτοί νόμιζαν πως πρόκειται για κάποιο αστείο».

Αυτή η δραματική εικόνα των ανθρώπων, που αγνοώντας τι τους περιμένει, βρίσκονται ξαφνικά μπροστά στην καταστροφή, επανήλθε τα τελευταία χρόνια με την κρίση, καθώς χιλιάδες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν μία ραγδαία επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, ή το φάσμα της ανεργίας. Η αναλογία στηρίζεται ακριβώς στην επικρατούσα αίσθηση της κοινωνίας ότι όλες αυτές οι κυβερνητικές ενέργειες, που βάλλουν ευθέως κατά των εργατικών δικαιωμάτων, το είδος, η έκταση και η μορφή των ιδιωτικοποιήσεων που προαναγγέλλονται, τα προβλήματα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, είναι κάτι ξαφνικό και κυρίως μη αναμενόμενο.

Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία εισήλθε σε περίοδο κρίσης από τη δεκαετία του '70 και από αυτήν την κατάσταση ουσιαστικά δεν εξήλθε ποτέ. Η σχετική όμως εντυπωσιακή ρητορεία που συνδυάσθηκε κυρίως με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 και στη συνέχεια με τον διαγωνισμό προεκλογικών υποσχέσεων (θυμηθείτε τα φθηνά αυτοκίνητα της ΝΔ το 1985) δεν συνοδεύθηκε από καμία ουσιαστική προσπάθεια για την οικονομική ανάκαμψη, παρά τα διάφορα πενταετή αναπτυξιακά προγράμματα που ανακοινώνονταν κάθε τόσο (στα οποία προσθαφαιρούνταν, με τη βοήθεια μπλάνκο, έργα δισεκατομμυρίων) και τις παρεμβάσεις στην οικονομία μέσω της εξάπλωσης του γενικότερου κρατικού τομέα, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν του Οργανισμού για τις Προβληματικές Επιχειρήσεις.

Η χώρα δαπάνησε τεράστιους πόρους για τα δεδομένα της οικονομίας της καθ’ όλη τη δεκαετία του '80 με μηδαμινά αποτελέσματα, μεταθέτοντας ταυτόχρονα την εκδήλωση των οικονομικών της προβλημάτων στο μέλλον, μέσω του εκτεταμένου δανεισμού, που σήμερα αναγνωρίζεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε για αναπτυξιακούς σκοπούς. Η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε με αυξομειούμενο ρυθμό στις επόμενες δύο δεκαετίες με τελευταίο σταθμό την ανάληψη του τεράστιου κόστους των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (η διαχείριση των οποίων πριν και μετά, αποτέλεσε παράδειγμα προς αποφυγήν για όλες τις χώρες που ανέλαβαν τους Ολυμπιακούς στη συνέχεια). Ακόμα και η συμμετοχή της Ελλάδας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αντιμετωπίσθηκε με μεγάλη ελαφρότητα, παρά την απώλεια βασικών μέσων οικονομικής πολιτικής την οποία είχε ως αποτέλεσμα, ίσως επειδή (για μία περιορισμένη, όπως αποδείχθηκε, περίοδο), διευκόλυνε τον περαιτέρω δανεισμό της χώρας.

Και όμως. Σε όλη αυτήν την περίοδο (πριν το 2009) ελάχιστοι (ακόμη και στον Πανεπιστημιακό χώρο) ήταν αυτοί που συστηματικά αναφέρονταν στα πραγματικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε η χώρα και στο αδιέξοδο προς το οποίο την οδηγούσαν τα μέτρα οικονομικής πολιτικής αλλά και η καθημερινή πρακτική του μεγάλου αριθμού αυτών που (κομματικά διορισμένοι) διεύθυναν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και, μέσω των επιλογών τους, οδήγησαν στην αποβιομηχάνιση της χώρας και την αποδιάρθρωση του παραγωγικού της ιστού. Επιπλέον, το ζήτημα της πορείας της οικονομίας της χώρας βρίσκονταν πάντοτε στο περιθώριο του δημοσίου διαλόγου, στον Τύπο και στην τηλεόραση, όταν τα «ντιμπέιτ» ήταν στις δόξες τους, εστιάζοντας πάντα σε θέματα μικροπολιτικής.

Αντί, λοιπόν, της ενασχόλησης με τα πραγματικά ζητήματα της οικονομίας, που επηρεάζει άμεσα, τόσο τη ζωή και ευημερία των πολιτών της, όσο και τη διεθνή της πολιτική και ασφάλεια, όλα τα κόμματα κινήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο λαϊκιστικό πλαίσιο που επέλεξε πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δημιουργήθηκε μάλιστα η εντύπωση ότι τα όποια προβλήματα της οικονομίας λύνονται, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση, κάνοντας την κατάσταση και τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας δευτερεύον κριτήριο σχεδιασμού πολιτικής.

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν τελικά η απώλεια του χρονικού περιθωρίου, το οποίο έδιναν οι διαθέσιμοι πόροι της χώρας και που επέκτεινε ουσιαστικά ο δανεισμός, ενός χρονικού περιθωρίου που επέτρεπε αφενός μεν μεγαλύτερη ελευθερία χειρισμών για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της οικονομίας, αφετέρου δε τον ορθολογικό και με κοινωνική ευαισθησία σχεδιασμό για τον καταμερισμό του κόστους της κρίσης στην κοινωνία. Επειδή, λοιπόν, αυτό το περιθώριο χάθηκε, εμφανίστηκαν «ξαφνικά» τα ίδια κόμματα που το σπατάλησαν, να ονομάζουν «εκσυγχρονισμό» την αναγνώριση της αποτυχίας τους και την εκποίηση των πάντων, μεταφέροντας ταυτόχρονα εξ ολοκλήρου το κόστος στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, υπέρ των οποίων υποτίθεται ότι επί τόσα χρόνια ασκούσαν οικονομική και γενικότερη πολιτική.

Αυτή, άλλωστε, είναι και η πραγματική χρήση του λαϊκισμού στην πολιτική μας σκηνή. Επί τρεις δεκαετίες καλλιεργήθηκε, στο πλαίσιο ενός άκρατου κυβερνητικού λαϊκισμού, μία παραπλανητική εικόνα για τη χώρα και τις επιλογές της από τα δύο κόμματα που εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση, που εκμεταλλεύθηκαν με αυτόν τον τρόπο τη Μακιαβελλική ρήση ότι, όταν υπάρχει νηνεμία, οι άνθρωποι δεν ανησυχούν για την επερχόμενη τρικυμία, εξασφαλίζοντας ευρύτατη λαϊκή συναίνεση. Όταν, από το 2009, εκδηλώθηκε η κρίση, το πολιτικό σύστημα προσπάθησε να αντιμετωπίσει την αποκάλυψη της πολύχρονης εξαπάτησης των πολιτών, με επίθεση εναντίον τους, κατηγορώντας συλλήβδην όλες τις κοινωνικές ομάδες για συμπεριφορές που ήταν καθαρό αποτέλεσμα της πολιτικής των προηγουμένων κυβερνήσεων και η αδυναμία-ανικανότητα επίλυσης των προβλημάτων από τη μεριά του πολιτικού συστήματος που τα δημιούργησε, βαφτίσθηκε ως υπεύθυνη πολιτική στάση και ηρωική ανάληψη του πολιτικού κόστους.

Από την άλλη πλευρά, η σημασία της πραγματικής οικονομίας, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, δείχνει ότι μόνο η σύνδεση της υπεράσπισης των εργατικών δικαιωμάτων με την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας μπορεί να αναστρέψει το κλίμα προς όφελος των εργαζομένων. Και αυτό μας πηγαίνει στην αναγκαιότητα της ανάπτυξης, η οποία όμως, όπως διδάσκει η οικονομική Ιστορία, εξαρτάται από ένα πολυσύνθετο πλέγμα παραγόντων και δεν προκύπτει κατά κανένα τρόπο από την ακολουθούμενη τα τελευταία χρόνια μονοδιάστατη πολιτική, που έχει ως μοναδική της επιδίωξη να πετύχει τους ποσοτικούς στόχους που θέτουν οι δανειστές - λίγα μόλις χρόνια από τότε που μέλη της ελληνικής κυβέρνησης διακήρυτταν στο Νταβός ότι η Ελλάδα είναι μια ισχυρή χώρα με δυναμική οικονομία, που τη σέβεται όλος ο κόσμος.

Ο Κ. Καραλής είναι χημικός μηχανικός/οικονομολόγος

 

 

Πηγή: protagon.gr

 

 

8




Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0 σχολιάστηκε):

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο

Είσοδος Μελών
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text
Newsletter
Δώστε μας το e-mail σας για να λαμβάνετε όλα τα νέα του Συλλόγου μας